- φόρτσα
- η, Ν1. δύναμη, ορμή («ο αέρας φύσαγε με φόρτσα»)2. (ως επίρρ.) φόρτσα(κυρίως ως παρακελευσματικό) δυνατά, με δύναμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forza «δύναμη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φόρτσα — η (λ. ιταλ.) 1. δύναμη, ένταση, ορμητικότητα, φούρια: Ο αέρας φυσάει με πολλή φόρτσα. 2. ως επίρρ., φόρτσα δυνατά, ισχυρά, ορμητικά: Να τρέξεις φόρτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτσάρω — Ν 1. εντείνω την προσπάθεια, βάζω όλη μου τη δύναμη 2. (για άνεμο) δυναμώνω, ενισχύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. forzare < forza (βλ. λ. φόρτσα)] … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μπερλουσκόνι, Σίλβιο — (Berlusconi, Μιλάνο 1936 –). Ιταλός μεγαλοεκδότης, επιχειρηματίας και πολιτικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως επιχειρηματίας στον τομέα των αγοραπωλήσεων ακινήτων και των οικοδομών και στη… … Dictionary of Greek
φούρια — η (λ. ιταλ.) 1. βία να προφτάσει κανείς κάτι, βιασύνη: Στη φούρια της δουλειάς. 2. βιαιότητα, ορμή, ορμητική κίνηση, σφοδρότητα, φόρτσα: Μπήκε με τόση φούρια, που αναποδογύρισε το βάζο στο τραπέζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)